Λογαριασμός και... κοριοί

Ξεκινά τώρα τον Απρίλη η νέα τουριστική σεζόν και σας μεταφέρω ένα σχετικό κειμενάκι του 1935, για να πάρετε μια ιδέα για τα πρώτα πέτρινα χρόνια της διαμόρφωσης, αυτού που αποκαλούμε τουριστικό προϊόν:

«Όταν είδα το λογαριασμό που μου παρουσίασε ο ξενοδόχος μ’ έπιασε ζάλη. Συνήλθα όμως άμα σκέφτηκα ότι μπορεί να έκανε λάθος. Βέβαια θα μου έδωσε το λογαριασμό πολυμελούς οικογενείας που μένει πολύν καιρό στο ξενοδοχείο του. Άμα όμως τον εξήτασα καλά δεν μου έμεινε αμφιβολία. Ο λογαριασμός ήταν δικός μου!

Αλλά πως μπορέσαμε δύο άνθρωποι να δαπανήσουμε σε δύο ημέρες οκτακόσιες δραχμές; Άρχισα πάλι να κάνω έλεγχο στο λογαριασμό και έπειτα απευθύνθηκα στον ξενοδόχο:

-Με συγχωρείς. Μας λογαριάζεις τέσσερες μέρες διαμονής στο ξενοδοχείο σου, ενώ εμείς δεν είμαστε εδώ ούτε τρείς ημέρες. Εφθάσαμε την Δευτέρα την νύχτα και φεύγουμε Πέμπτη ξημερώματα.

-Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη. Να τέσσερες ημέρες.

-Μάλιστα, αλλά δεν έχεις την αξίωσι να μας φορτώσης την Δευτέρα για είκοσι λεπτά της ώρας που περάσαμε εδώ, ούτε την Πέμπτη, αφού βλέπεις ότι φεύγουμε μόλις ξημέρωσε.

-Έτσι συνηθίζουμε εμείς να λογαριάζουμε στο ξενοδοχείο μας. Κάθε μέρα που ξημερώνει πληρώνεται ολόκληρη.

-Α! Δεν το ήξερα αυτό. Δεν μας εξηγείς όμως γιατί μας λογαριάζεις και ηλεκτρικό φωτισμό για τις τέσσερες ημέρες;

-Μα έτσι είνε κύριε. Μήπως εγώ δεν πληρώνω την Πάουερ;

-Και δεν μου λες που στο διάβολο είδαμε εμείς το ηλεκτρικό σου φως;

-Αυτό είνε αλήθεια. Είχε χαλάσει το ρολόγι. Μήπως όμως δεν σας είχα βάλει κεριά;

-Ναι, αλλά βάζεις και τα κεριά στο λογαριασμό…

-Αυτό έλειπε να μη βάλω στο λογαριασμό τα κεριά. Μήπως δεν τα αγοράζω;

-Μα αφού μας βάζεις να πληρώσουμε ηλεκτρικό, γιατί να πληρώσουμε και κεριά;

-Ο ηλεκτρισμός είνε τακτική δαπάνη. Το κερί είνε έκτακτο έξοδο.

-Και τι ζητεί αυτό εδώ το κονδύλι; «Προμήθεια γραφικής ύλης πέντε δραχμαί». Εμείς δεν γράψαμε τίποτε.

-Βέβαια, αλλά έγραψαν άλλοι για σας!

-Ποιοι άλλοι;

-Εμείς. Τη νύχτα άμα ήρθατε σας παρουσίασαν ένα φύλλο χαρτί για να γράψετε το όνομά σας. Έπειτα κάθε ημέρα, όταν καθόσαστε στο τραπέζι σας έδιναν ένα άλλο, κατάλογο των φαγητών. Δεν ήταν αυτό χαρτί; Και τέλος αυτός ο λογαριασμός που σας έφεραν δεν είνε γραμμένος σε χαρτί;

Δεν μπορούσα να απαντήσω τίποτε σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Παραιτήθηκα πια απ’ την ιδέα να συζητήσω μαζί του. Ότι και αν του έλεγα θα με νικούσε. Νόμισα όμως ότι έπρεπε να καταφύγω στην ειρωνεία. Πήρα λοιπόν ένα κοροϊδευτικό ύφος και είπα:

-Μα κάτι ξέχασες. Δεν πέρασες στο λογαριασμό τους… κορέους!

-Μπα… Είχατε κορέους;

-Ένα μιλλιούνι!

-Περίεργο! Πολύ περίεργο αυτό που ακούω. Κάποτε τους πετυχαίνουμε, αυτά όμως τα αφωρισμένα ξαναγυρίζουν…

Τότε να σου δώσω εγώ μια αλάθητη συνταγή να τους κάνης να φύγουν και να μη ξαναγυρίσουν. Θέλεις;

-Ω! Θα σας το γνώριζα ως μεγάλη χάρι.

-Λοιπόν την πρώτη φορά που θα ιδής κοριούς να τους παρουσιάσης ένα λογαριασμό σαν κι αυτόν που μου έφερες. Αν τους ξαναϊδής να γυρίσουν στο ξενοδοχείο σου να με πάρουν χίλιοι διαβόλοι!

Και έφυγα από το ξενοδοχείο ανακουφισμένος».

Αθηναϊκή» 1935, Γ. Ασημάκης