Στη Λαχαναγορά της Πειραιώς

Ελάτε μαζί μας μια βόλτα στη Λαχαναγορά του 1928. Θα καταλάβετε γιατί τρώτε σήμερα ακριβά φρούτα και ζαρζαβατικά!

Τέλη της δεκαετίας του ’30, η πόλη μας απέκτησε την πρώτη της οργανωμένη λαχαναγορά. Μέχρι τότε, οι δοσοληψίες γινόντουσαν στη Βαρβάκειο της οδού Αθηνάς. Λιανεμπόριο και χονδρεμπόριο συνυπήρχαν αρμονικά λόγω μικρού, σχετικά, μεγέθους. Οι πρόσφυγες του ’23 αύξησαν τον πληθυσμό της πόλης, που άγγιζε πια το μισό εκατομμύριο. Έτσι, η ανάγκη να μεταφερθεί το χονδρεμπόριο σε δικό του αποκλειστικό χώρο, έγινε πια επιτακτική.

Ο χώρος που επιλέχτηκε ήταν στην Πειραιώς στο τέρμα της Ερμού, κοντά στον Κεραμεικό. Εκεί, λοιπόν, θα μας πάει ο ρεπόρτερ των «Αθηναϊκών Νέων», Π. Κατηφόρης:

«Σωστό χρηματιστήριο! Μόνο πως είνε λαϊκής μορφής και γι’ αυτό συνεδριάζει τα χαράματα, όταν η άλλη πόλις κοιμάται.

Η συνεδρίασις αρχίζει στης τέσσαρες το πρωϊ. Στης πέντε είνε στο ζενίθ. Η οδός Πειραιώς έχει αποκλεισθή σε απόστασιν ενός και πλέον χιλιομέτρου.. Από την οδό Θερμοπυλών ως τη στάσι Καμπά και ακόμη παρά πέρα. Μέσα σ’ αυτό το χώρο μαίνεται η τροχαία τρικυμία. Κάρρα, δίτροχα και τετράτροχα, σούστες και αυτοκίνητα, άλλα με πάγο, άλλα με σανό, και άλλα με σειρές κοφίνια που η κορυφή τους φθάνει ως τα ηλεκτρικά σύρματα. Άλογα και μουλάρια, και καρροτσάκια και στα ενδιάμεσα κενά –αν είνε δυνατόν να υπάρξουν κενά- συνωθούνται λεγεώνες φτωχών διαβόλων άπλυτων και οικτρών την όψι, που κρατάνε από ένα σακκί άδειο στον ώμο, και από ένα κοφίνι επίσης άδειο στο χέρι.

Όλος αυτός ο απερίγραπτος συρφετός περιμένει σειρά να μπή στη λαχαναγορά. Στην κεντρική είσοδο διεξάγεται κ κρίσιμη μάχη. Από το σωρό των τροχοφόρων ναυαγίων αποσπάται ένα-ένα και μπαίνει.

Πρώτο ένα πελώριο αυτοκίνητο με εννιά σειρές κοφινιών,  η μηχανή του βγάζει τον επιθανάτιο ρόγχο της, αλλά περνάει την είσοδο.

Το ακολουθεί ένα γαϊδουράκι που ο αγωγιάτης του πληρώνει της δύο του δραχμές στο φορατζή, τρίτο ένα κάρρο. Το δυστυχισμένο το άλογο σέρνει από πίσω του έναν όγκο τετραπλάσιο από το σώμα του. Ο πειρατής που το οδηγεί του φωνάζει συνεχώς. Αυτό συγκεντρώνει της δυνάμεις του ν’ ανέβη την καλντεριμοστρωμένη ανηφοριά της εισόδου. Σε κάθε αγωνιώδες βήμα του τα πέταλά του πετούν φωτιές αλλά τελικά περνάει θριαμβευτικά προς το εσωτερικόν. Ο πειρατής τότε αναπέμπει στον Ύψιστο και όλους μαζί τους αγίους ευχαριστήριους ύμνους που δεν γράφονται.

Όσο για της ομάδες των αλητών και των αλητοπαίδων δεν συντρέχει λόγος ν’ ανησυχούμε. Αυτές γλυστράνε σαν χέλια από τα διάκενα. Άν δε ο τροχαίος τραγέλαφος φθάση σε αδιέξοδο -και αυτό συμβαίνει είκοσι φορές την ώρα- τότε επεμβαίνει ο αστυφύλαξ και σταματάει την κίνησι βλαστημώντας και αυτός σαν αμαξάς γιατί αλλοιώς είνε αδύνατο να επιβληθή.

Και η απίθανη αυτή παρέλασις κρατάει ως της οκτώ το πρωί.

Το κεντρικό κτίριο χαμένο μέσα στης απειράριθμες παράγκες και τα υπόστεγα. Όλα είνε πλημμυρισμένα από τα φρούτα και τα λαχανικά που μας έστειλαν τα περίχωρα των Αθηνών και η επαρχίες. Άλλα ήλθαν εις παραλαβήν των μεγιστάνων του πρασίνου χρηματιστηρίου και άλλα απρόσκλητα να πουληθούν στην ελεύθερη αγορά. Αλλά όλα χονδρικώς. Λιανική πώλησις απαγορεύεται απολύτως.

Της μεγάλες παραγγελίες της δέχονται καμμιά δεκαριά μεγαλέμποροι, της μικρότερες εκατοντάδες άλλων μικρεμπόρων. Όταν οι μεγαλέμποροι δεν έχουν ντομάτες θα πή πως ντομάτα είνε αδύνατο να βρεθή οπότε η τιμή της ανεβαίνει στα ύψη. Όταν πάλιν θέλουν να την κατεβάσουν κάνουνε τους σχετικούς συνδυασμούς τους και γίνεται η δουλειά. Αυτοί είνε οι ρυθμισταί της κινήσεως.

Παράπλευρα σ’ αυτούς άλλοι μικροί. Όποιος μπόρεσε να εξασφαλίση μόνιμη θέσι εκεί μέσα έχει κάνει την τύχη του. Κάνει και το εμπόριό του , αλλά εμπορεύεται συγχρόνως  και την προνομιούχο θέσι του. Δίνει δηλαδή άσυλο στον παραγωγό να τοποθετήση το πράγμα του, του βρίσκει πελάτες και του υποδεικνύει της συμφέρουσες τιμές της ημέρας. Για όλα αυτά του παίρνει δέκα τοις εκατόν όταν δεν θέλη ή δεν μπορέση να τον δολιευτή.

Η τιμές είπαμε πως ρυθμίζονται από τους μεγιστάνες που αντιλαμβάνονται αυθωρεί την κίνησι της πιάτσας. Πολύ συχνά όμως συμβαίνουν και διαφορετικά τα πράγματα. Χρηματιστήριο είνε με τους πανικούς του, τυχαίους ή και εσκεμμένους. Όταν λ.χ. έχη συμβή να έχη κανένας πολύ πράγμα, αλλά λίγο μυαλό, την παθαίνει. Δεν ζητιέται τότε η ντομάτα του ή τα λαχανικά του, οπότε μένουν ως της οχτώ το πρωί. Καταστροφή ανείπωτη αυτή. Το πράγμα πρέπει να φύγη γιατί στης εννιά η αγορά πρέπει να πλυθή –δηλαδή δεν πλένεται γιατί δεν έχη νερό- αλλά να καθαρισθή τέλος πάντων.

Την κρίσιμη εκείνη στιγμή την καραδοκούν καμμιά εικοσαριά γνωστοί τύποι που δεν κάνουν άλλη δουλειά παρά αυτή. Να σκυλεύουνε τα πτώματα. Επιπίπτουν λοιπόν και αγοράζουν το εσκεμμένα ή μη, μποϋκοταρισμένο πράγμα του παραγωγού για το δέκατο της πραγματικής του τιμής. Πενήντα λεπτά αίφνης την οκά την ντομάτα. Ο ατυχής προτιμάει να τη δώση όσο-όσο παρά να τη πετάξη ολόκληρη. Αυτά συμβαίνουν αρκετά συχνά.

Η ημερήσια κατανάλωσις της πρωτευούσης σε φρούτα και λαχανικά κυμαίνεται από 15-18 εκατομμύρια  δραχμές, στη χονδρική εννοείται πώλησι. Και όλος αυτός ο ωκεανός των αγροτικών προϊόντων θα περάση από το απεριγράπτου βρωμερότητος οικοδόμημα της οδού Πειραιώς. Από κεί θα διαμοιρασθή στους μανάβηδες της κεντρικής αγοράς και των συνοικιών καθώς και στους πλανόδιους μικροπωλητάς που θα το μεταφέρουνε ως της εσχατιές των συνοικιών.

Το αγοράζουνε σε αστείες τιμές, αλλά το πουλάνε όσο τους επιτρέπει ο πατριωτισμός τους. Γιατί ως γνωστόν, δύο πράγματα η κοινή συνείδησις έχει θέσει υπό την κραταιάν προστασίαν του πατριωτισμού των Ελλήνων: Την τήρησι των διατάξεων του Συντάγματος και την πώλησιν των φρούτων και των λαχανικών. Τα πεπόνια αίφνης έρχονται κατ’ ευθείαν από το Άργος και πουλιούνται εκεί προς 3,70 την οκά. Σπεύδει λοιπόν από ρυτήρος ο ιδιοκτήτης του υπερπολυτελούς εξοχικού κέντρου και τα αγοράζει, χωρίζει ύστερα το κάθε πεπόνι της οκάς σε έξη ή και σε οχτώ φέτες πουλάει την κάθε μια προς δραχμές εφτά και εισπράττει σύνολον δραχμές 42 ή 54 αναλόγως είπαμε του πατριωτισμού του. Ροδάκινα πάλιν υπέροχα τιμούνται εκεί προς δώδεκα δραχμές, δυστυχώς όμως μόλις βγούν από την κεντρική είσοδο χάνονται τα ίχνη τους. Στην κυκλοφορία θα συναντήσετε των εφτά δραχμών κατ’ οκάν που θα σας τα σερβίρουνε κατόπιν η ταβέρνες της μόδας προς εφτά δραχμές το ζευγάρι.

Τα αχλάδια, ώριμα γλυκύτατα και εξαιρετικού μεγέθους πουλιούνται προς 12-14 δραχμές αλλά και αυτά μόλις βγούν από κεί πάνε να βρούν τα ροδάκινα.

Τα λεμόνια –αλλά αλήθεια ποιος είπε πως υπάρχει έλλειψι; Λόφοι ολόκληροι συνωστίζονται εκεί κάτω κάθε πρωί- μιάμιση μονάχα δραχμή το ένα, και πελώρια δε. Πού πάνε όταν φύγουνε από κεί; Και προ πάντων πού βρίσκονται εκείνα τα μικροσκοπικά που κυκλοφορούνε προς τρείς και μόνον δραχμές το ένα; Να πήτε περί επαναφοράς των διατιμήσεων; Παραβιάζεται, θα σας απαντήσουν, η ελευθερία του πολίτου. Και η ελευθερία είνε ιερά υπόθεσις όταν μάλιστα είνε τόσον χρυσοφόρος.

Η ενάτη πρωινή ήρθε. Στην κεντρική αγορά δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο παρά κόφες, κοφίνια, άχυρα, σκουπίδια και αλητόπαιδα που τα αναδεύουν. Τώρα θα έπρεπε κατά τον κανονισμό να πλυθή, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει νερό. Ένα πηγάδι μόνον υπάρχει! Τι να πρωτοκάνη;

Καθαρίζεται λοιπόν όπως-όπως και εκ των ενόντων προς μεγίστην ικανοποίησιν των τακτικών ενοίκων της και των περιοίκων.

Ιδού ο λόγος για τον οποίον οι ξένοι περιηγηταί που πηγαίνουν στον απέναντι Κεραμεικόν να θαυμάσουν της αρχαιότητες μόλις βγούν από κεί θεωρούν καθήκον τους να σπεύσουν προς τη Λαχαναγορά. Πως μπορεί να μην επισκεφθούν και να μη θαυμάσουν την σύγχρονην αυτήν παναθηναϊκήν δόξαν;».

Όπως διαπιστώνεις, αγαπητέ αναγνώστη, όταν μεταφέρθηκε η Λαχαναγορά στου Ρέντη, μεταφέρθηκαν φυσικά και όλες τις παγιωμένες πρακτικές της. Μη διαμαρτύρεσαι, λοιπόν, για τα ακριβά φρούτα και ζαρζαβατικά που τρως. Το έθιμο καλά κρατεί και έγινε πλέον εθιμικό δίκαιο…