Ξετρυπώσαμε το «γκαρσονάκι» που δούλευε στο ιστορικό «Πανελλήνιον» της Πανεπιστημίου!

Ένα από τα πιο εντυπωσιακά στέκια της Παλιάς Αθήνας, ήταν και το πολυτελές καφενείο-εστιατόριο «Το Πανελλήνιον» του Χρ.Περίχαρου. Στο νούμερο 59 της Πανεπιστημίου, γωνία Εμμ.Μπενάκη, αποτελούσε μαζί με το ακριβώς απέναντί του, γνωστό γαλακτοπωλείο «Ηνωμένα Βουστάσια», πόλο έλξης για την πνευματική, κοινωνική και οικονομική αριστοκρατία της τότε εποχής.

Ένα «γκαρσονάκι» του «Πανελλήνιον» θυμάται…

«Καφενείο, ζαχαροπλαστείο, εστιατόριο, με δικό του φούρνο για ψωμί, ζυθοπωλείο… και τι δεν ήταν «Το Πανελλήνιον»», θα αναρωτηθεί ένας παλιός του γνώριμος, ο Νίκος Αργυρόπουλος, που τον συναντήσαμε στο δικό του σημερινό «Πανελλήνιον», Μαυρομιχάλη 16 και Σόλωνος. «Είχε δική του ορχήστρα», συνεχίζει ο συνομιλητής μας. «Θυμάμαι δουλεύαμε 24 γκαρσόνια! 12 μέχρι τις 3 το μεσημέρι, και οι υπόλοιποι μέχρι τις 12 τα μεσάνυχτα που κλείναμε. Εγώ, φυσικά, ήμουν τότε μικρό, δεκάχρονο «γκαρσονάκι», όπως με αποκαλούσαν χαϊδευτικά πελάτες και «συνάδελφοι»».

Δεν επιδιώξαμε να μάθουμε πότε ακριβώς ήταν αυτό το τότε. Τι νόημα θα είχε άλλωστε. Ο συμπαθέστατος και πάντα χαμογελαστός κύριος Νίκος, από το Βυζίκι της Ορεινής Αρκαδίας, είναι πια διαχρονικός.

«Το καλοκαίρι βγάζαμε στο πεζοδρόμιο τρεις σειρές τραπέζια, 100 νοματαίοι! Στις εθνικές επετείους -η συνάντησή μας έγινε μετά την 25η Μαρτίου- όλος αυτός ο κόσμος που παρακολουθούσε την παρέλαση, κατέληγε στο μαγαζί. Οι πάστες και τα σιροπιαστά έφευγαν πενήντα-πενήντα. Στην κουζίνα δουλεύανε 15 μάγειροι κι άλλοι τόσοι ζαχαροπλάστες. Ο αρχιμάγειρος ήταν Κινέζος, αλλά εμείς, χάριν ευκολίας, τον φωνάζαμε Αλέκο… Στον πόλεμο, μας επιτάξανε οι Γερμανοί και το κάνανε «Το σπίτι του στρατιώτη». Άσχημες εποχές, ούτε θέλω να τις θυμάμαι. Πάνω από μας -τα σπίτια τότε ήταν διώροφα- λειτουργούσε μετά τον πόλεμο ένα γνωστό καμπαρέ, αλλά εμείς δεν είχαμε σχέση μ’αυτά. Με είσοδο, από την Πανεπιστημίου όμως, λειτουργούσε στο ημιυπόγειό μια δική μας, ξεχωριστή σάλα για σκάκι, ντόμινο και άλλα παιχνίδια.

Αγαπημένο στέκι δημοσιογράφων και κινηματογραφιστών

Πιστεύω, πρέπει να ήμασταν το αγαπημένο στέκι για τους δημοσιογράφους. Πάνω από 40 μαζευόντουσαν κάθε βράδυ. Πιο συμπαθής μου ήταν ο Θίσβιος που, αν δεν κάνω λάθος, έγραφε στην τότε «Αθηναϊκή» και την «Καθημερινή». Αγαπημένο στέκι πρέπει να ήμασταν και για τους κινηματογραφιστές. Πάνω από 30 ταινίες γυρίστηκαν στους χώρους μας. Από επώνυμους άλλο τίποτα», μας λέει χαμογελώντας ο κ.Αργυρόπουλος. «Θυμάμαι τον πατέρα του Μίκη Θεοδωράκι που μας τον έφερνε στο «Πανελλήνιον» και δείχνοντάς τον, μας έλεγε με καμάρι:

-Αυτός θα γίνει πολύ μεγάλος!

Και τη Μελίνα δεν πρέπει να ξεχάσω. Ερχόταν οικογενειακώς και ήταν τόσο εκδηλωτική και καλοσυνάτη… Και φυσικά τα πουρμπουάρ πέφτανε βροχή. Όταν ήμουνα ακόμη «γκαρσονάκι», τα δωράκια πέφτανε «καλυμμένα» για να μην έχουμε ζήλιες από τους μεγαλύτερους. Μου βάζανε τότε ένα μεγάλο ποσό στο χέρι και μ’έστελναν να τους πάρω τσιγάρα. Τα «ρέστα» μού τα σπρώχνανε με τρόπο στο χέρι και δεν έπαιρνε χαμπάρι κανείς. Με αγαπούσανε πολύ οι πελάτες γιατί ήμουν πάντα με το χαμόγελο και τον γλυκό λόγο».

Το τέλος του «Πανελληνίου»

Το «Πανελλήνιον» πέρασε μια μεγάλη περιπέτεια που σόκαρε όλη την Αθήνα. Το 1929 κατέρρευσε ξαφνικά ένα μέρος του, ίσως από κακοτεχνία, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλοί. Ο ιδιοκτήτης Φιξ του κτιρίου, συγκέντρωσε τότε τα πυρά του Τύπου. Το κτίριο αποκαταστάθηκε, αλλά προς τα τέλη της δεκαετίας του ’50 κατεδαφίσθηκε.

Από εκεί ξεκινά η προσωπική, πια, ιστορία του κ.Νίκου Αργυρόπουλου που ίδρυσε το δικό του καφενείο «Πανελλήνιο», στην οδό Κιάφας και από το 1991 στη σημερινή του θέση, γωνία Σόλωνος και Μαυρομιχάλη. Επηρεασμένος, ίσως, από τη σκακιστική σάλα του παλιού «Πανελληνίου», δημιούργησε στους χώρους του ένα μοναδικό στέκι για σκακιστές.

Το σύγχρονο «Πανελλήνιο» του Νίκου Αργυρόπουλου

Είναι τέτοια η φήμη για το υψηλό σκακιστικό επίπεδο των θαμώνων του σύγχρονου «Πανελληνίου» που, όποιος γνωστός σκακιστής ερχόταν στην Αθήνα, θεωρούσε υποχρέωσή του να κάνει κι ένα πέρασμα από το μαγαζί του κ.Νίκου και να παίξει με τους θαμώνες του. Οι φωτογραφίες και οι αφιερώσεις του Καρπώφ, του Κασπάρωφ και των άλλων ιερών τεράτων του σκακιού, που κοσμούν την απέριττη αίθουσα, «παρακολουθούν» και «σχολιάζουν» ανελλιπώς τα καθημερινά δρώμενα στις απλωμένες σκακιέρες.

-Κύριε Νίκο, πόσους καφέδες έχεις ψήσει στ’αλήθεια μέχρι σήμερα;

-Εκατομμύρια!»…