Ο νυχτοπερπατημένος Πειραιάς

Σε προηγούμενο σημείωμά μας, με τίτλο «Ο αμαρτωλός Πειραιάς», ολοκληρώναμε με τη διαπίστωση ότι η αναφορά σ’ένα τόσο ζωντανό λιμάνι δεν τελειώνει τόσο εύκολα. Επανερχόμαστε λοιπόν σήμερα, με ένα νυχτερινό οδοιπορικό στα κακόφημα μαγαζιά της «Τρούμπας», όπως το απολαύσαμε κι εμείς νοερά, ξεφυλλίζοντας τη «Χρεωκοπία» του 1933.

«Είνε Σάββατο βράδυ. Είμαι με την παρέα μου γι’ άλλη μια φορά στην Τρούμπα. Ο πιο ζωηρός της παρέας ρίχνει το σύνθημα: Πάμε στα μπαρ!... Είνε η πιο συνηθισμένη φράσις που ακούει κανείς στην Πειραϊκή προκυμαία, μόλις σταματήση ο θόρυβος των βαποριών, κι’ η νύχτα σκεπάση το λιμάνι, απ’ τη μια ως την άλλη άκρη, με τη σκοτεινιά της.

Μπαρ, υπάρχουν βέβαια πολλά στον Πειραιά, ένα απ’ αυτά είνε το «Εξπορτ-Μπαρ». Μια στενόμακρη αίθουσα, με την απαραίτητη διακόσμηση των χρωματιστών χαρτιών και των σημαιών, που έχουν σκοπό να κολακεύσουν κάθε εθνικότητος μουστερή (σ.σ. πελάτη). Σημαιούλες, ελληνικές, ιταλικές, εγγλέζικες, αμερικάνικες και… γιαπωνέζικες!

Ο μπουφετζής κάθεται βλοσυρός στον πάγκο, κι’ η χιλιοβαμμένες γκαρσόνες σερβίρουν γελαστές στην πελατεία τα πιοτά. Η κιθάρα σε μια γωνιά παίρνει και δίνει. Οι αναστεναγμοί της γεμίζουν όλη την θολή ατμόσφαιρα του καταστήματος, την κάνουν πιο θολή απ’ ότι είνε. Κι’ η γκαρσόνες, δυστυχισμένα γυναικεία ναυάγια, που η κάθε μια είνε κι’ ολόκληρο μυθιστόρημα μιας ζωής, κατά τη συμπάθειά τους και κατά το πουρμπουάρ που ελπίζουν να πάρουν, σκορπούν και τα κρυφοχαμόγελά τους στην πελατεία του μαγαζιού.

Λίγο πιο πάνω βρίσκεται το μπαρ, όπου τραγουδούν οι δύο τυφλοί Κρανιδιώτες αδελφοί, οι πασίγνωστοι στους ναυτικούς ξενύχτηδες, Στέλιος και Παναγιώτης. Ο ένας παίζει κιθάρα κι’ ο άλλος μπάντζο. Κι’ η παθιάρικη φωνή τους, που είνε πικρός στεναγμός, απλώνεται σ’ όλα τα γύρω μπαρ και στο στενό, όπου έχουν μαζευθή κάμποσες σκοτεινές σιλουέττες και τους ακούνε. Άντρες και γυναίκες, ελαφρών ηθών, νυχτερίδες της νύχτας, σταματούν να τους ιδούν.

Τους μπεκρήδες κι’ αν δικάσουνε άδικα θα με κρεμάσουνε,

Για να ξεχνάω τα κοπανάω τις νύχτες και τα δειλινά…

Και μια-μια η παρέες που τριγυρνούν στο δρόμο, γλυστρούν μέσα και τα κοπανούν, κατά το τραγούδι των μουσικών, για να ξεχνούν τα βάσανά τους.

***

Στο Καφέ-Μπαρ Πατάκα έχει εκστρατεύσει ολόκληρο το ναυτικό. Το άσπρο καπελλάκι γυαλίζει μέσα στο μισοσκόταδο και κυριαρχεί απ’ τη μια γωνιά ως την άλλη. Οι πολίτες, είνε πολύ λιγώτεροι απ’τους ναύτες, κι’ η γυναίκες του μαγαζιού δείχνουν προτίμησι στο… πολεμικό ναυτικό.

Αυτό όμως δεν εμποδίζει μια γερή παρέα να γλεντοκοπάη μέσα στη μέση, διασκεδάζοντας, με το χορό τους και το βραχνό απάχικο τραγούδι τους, όλους τους θλιβερούς τύπους του δρόμου, που χαμογελούν στην αντιφεγγιά των φώτων του μαγαζιού. Ως που καταφθάνουν, διωγμένοι ποιος ξέρει από πού, πέντε έξη πλανόδιοι φωνογραφιτζήδες κι’ ενισχύουν την «ορχήστρα» του καταστήματος με τα τραγούδια των δίσκων που γυρίζουν, τραγουδώντας τους δικούς τους σκοπούς…

Παρόμοιες σκηνές στο μπαρ «Κυκλάδες και Δωδεκάνησα», κι’ άλλες όμοιες στο μεγάλο διανυκτερεύον καφφωδείον «Διεθνές».

Στο τελευταίο αυτό, η δώδεκα φυλές του Ισραήλ γλεντοκοπούν, σκορπισμένες στα τραπεζάκια με γυναίκες, που χαχανίζουν με κάθε νόστιμο κι’ άνοστο αστείο του πελάτου των. Όλοι ακούν και χειροκροτούν την σαντέζα, που απάνω στον πάγκο και υπό συνοδείαν ορχήστρας, σκορπάει τα ξεφωνίσματά της σαν κορίστα πλανοδίου θιάσου που… κρυολόγησε. Αδιάκοπα η φιάλες σερβίρονται στις εύθυμες παρέες, μαζί με τα καθ’ υποχρέωσιν μειδιάματα της σαντέζας, που στρογγυλοκάθεται στο τραπέζι της παρέας, προσκαλεσμένη ή απρόσκλητη.

Κι’ έξω στο δρόμο;

Η θλιβερώτερες εικόνες της πειραϊκής νύχτας, που μπορεί να συναντήση κανείς. Αλήτες που χόρτασαν αναζητώντας κάτι φαγώσιμο στα… σκουπίδια, μεθυσμένοι που παραπατούν, άστεγοι που δεν έχουν κρεββάτι, και γυναίκες ελαφρών ηθών, που ζητούν στο σκοτάδι καμμιά ευκαιρία. Όλοι κυκλοφορούν σαν θλιβερές σκιές στους ίδιους δρόμους, που φωτίζονται αμυδρότατα από τα φώτα των μπαρ και των καφφέ-σαντάν, ή από τα αδύνατα αντιφεγγίσματα των φώτων του λιμανιού».

Περασμένες τρεις…

«Είνε περασμένες τρεις. Ξέκοψα απ’την παρέα μου, και κατέληξα σ’ ένα υπόγειο λαϊκό καμπαρέ. Τέσσαρα σκαλιά, φθαρμένα από την πολυχρησία. Αριστερά και δεξιά της εισόδου, παραστατικές εικόνες θηρίων της λίθινης εποχής, δεινοσαύρων, λεόντων και πολλών άλλων… δεινών. Στην μετώπη του «μαγαζιού», ένα νυσταλέο, ασθματικό και ψωραλέο λαμπιόνι φωτίζει τσαλακωμένην ταμπέλλα: «Η κόλασις και ο παράδεισος».

Κατέβηκα τα σκαλιά. Ετοιμαζόμουν να προχωρήσω, όταν ένας ψηλομελαχροινός και φρακοφορεμένος «κύριος», όλος τσακίσματα, έσπευσε να με υποδεχθή:

-Περάστε κύριος εντός! Θα δήτε πράματα και θάματα που θα θαμάξη ο νους σας.

Προχώρησα, αφού εφρόντισα να… κουμπωθώ επιμελώς. Ο φρακοφορεμένος κύριος μου προσέφερε κάθισμα, ενώ μου πάσσαρε τον τιμοκατάλογο. 

-Σαμιαμίδι! Γκαρσόν! Κύτταξε τον κύριο και πες στον Μπούζε Μοχίκα να το «φουμάρη» στην τρίχα. Εννόησες; Με το μπαρντόν κύριος θα σας ξηγήσω το περί φουμάρισμα. Όταν λέμε δηλαδής να το «φουμάρη», εννοούμε, ούτω πως, να το λαλήση, να πη το τραγουδάκι της μόδας. Εννόησες;

Το «Σαμιαμίδι», γκαρσόνι λιγνό, τσαλακωμένο, βρωμερό και… κομψεπίκομψο, έτρεξε να διαβιβάση την εντολή του μαγαζάτορα.

-Περί Μοχίκα, έχετε εντίληψι; με ρώτησε ο φρακοφορεμένος κύριος.

-Θα είνε ο τενόρος του «παραδείσου».

-Μονάχα τενόρος; Και μπάσος και κοντραμπάσος, κι’ό,τι βάνει ο νους του ανθρώπου. Φωνή μέλι. Κρύσταλλο τίμπρο. Μιμείται ακόμη και τον ψιττακός, την αιξ και την μπουρού… Είνε Ισπανός, παρακαλώ. Βεριτάμπλος και κατ’ευθείαν από τις Βρυξέλλες. Εννόησες;

Ο εντολοδόχος Ισπανός πολύφωνος… αοιδός, ήταν ψηλός ξερακιανός, ξηροψημένος και διαφανής. Φορούσε μαύρη φλοτάν γραββάτα, λαιμοδέτη σκληρό, σακκάκι φράκου, γυρισμένο τ’ ανάποδα, πανταλόνι ρετσίνα και μπομπίνια κουμπωτά εποχής. Όλη του η ύπαρξις ήταν ζήτημα αν εζύγιζε πενήντα κιλά.

Όταν έλαβε την εντολή να το «φουμάρη», κορδώθηκε, εκύτταξε αριστερά και δεξιά, εχαμογέλασε στην «κυρία» που έπινε στη γωνιά την… πάστα της, έκλεισε το δεξί μάτι –το αριστερό ήταν κλεισμένο εκ… γενετής- στον ευσταλή τσολιά και τον αχαμνόοντα ναύτην και, δίνοντας ένα «γιακά» στο πλατύ μέτωπο του «πιανίστα», εξεκίνησε:

Ο πιανίστας ετάραξε τα πλήκτρα, ο τενόρος εγαύγισε, τσίριξε, «φουμάρισε» και το… πρώτο μέρος του προγράμματος πήρε τέλος.

Εκάλεσα τον μαγαζάτορα:

-Συγγνώμην. Έχετε πολλούς τέτοιους τενόρους στο μαγαζί;

-Ένας είνε ο Μπούζε Μοχίκα. Θέλετε να σας τον γνωρίσω; Σαμιαμίδι! Ξηγήσου του Ισπανού.

Ο Ισπανός τενόρος πλησίασε με βήματα χορευτικά, λικνιστικά και… φουτουριστικά. Αυτοσυστήθηκε, υποκλινόμενος:

-Μπούζε Μοχίκα. Τενόρο, Ισπανό. Το κύριος;

Του είπα το όνομά μου:

-Και συ ξένο είνε. Εγκώ γκενήθηκες στο Κόγκο της… Ισπανίας.

Και σκύβοντας μου ψιθύρισε στ’αυτί εμπιστευτικά:

-Ονομάζομαι Γιαννάκης Νταραβέρης ή Σούφρας ή Χασούρας. Δεν το κρατάει η ψυχή μου να σε κοροϊδέψω. Αλλά ένεκα η ξενομανία, ονομάστηκα Μοχίκα. Εμπήκες;

-«Τραβιατόρε», σόλο πιάνο! Τσίριξε κάποιος «κύριος» από τη δεξιά γωνία.

Ο πιανίστας ανατίναξε την… χαίτη του, την γκρίζα και ψωραλέα. Ανασκούμπωσε τα μανίκια του και, απλώνοντας τα δάχτυλά του θωπευτικά στα μπάσα, άρχισε να «εκτελή». Αλλά τι; Τι ακριβώς, κανένα μουσικόν ους δεν ήταν δυνατόν να καθορίση. Μάλλον ήταν μουσικό πυτσάλι από όπερες… γελεκάκι και «ντούρα- ντούρα». Οπωσδήποτε κάποτε τελείωσε. Τα παλαμάκια βρόντηξαν. Πήγα κοντά του;

-Συγχαρητήρια, μαέστρο. Μόνο που δεν ήταν «Τροβατόρε», αλλά γελεκάκι.

Ανατίναξε τη χαίτη του:

-Γελεκάκι; Τι λέτε; Έγινε αυτό το τερατώδες λάθος;

-Περίπου…

-Δεν είνε απίθανο. Υπάρχει όμως ένα ελαφρυντικό… Βαρυακούω. Αυτή η πάθησι μου κατέστρεψε την καρριέρα μου. Με βλέπετε μένα; Βλέπετε τι κούτελο έχω; Εφτάπηχο. Μεγαλοφυία. Αλλ’εξ αιτίας της κουφαμάρας μου, κατάντησα εδώ.

-Να παρακαλήτε να κουφαθήτε κι’απ’το άλλο αυτί. Και ο… Μπετόβεν θεόκουφος δεν ήτανε; Κι’όμως διέπρεψε. Ποιος ξέρει καμμιά φορά…

-Φυσικά. Κανείς δεν ξέρει από πού θάρθη η φήμη, το μεγάλο όνομα. Το περιμένεις χρόνια…

Ένα ποτήρι, σφενδονισμένο από τον ευσταλή τσολιά και προωρισμένο για τον αχαμνόοντα ναύτη, πέρασε ξυστά από το μέτωπο του μαέστρου. Ο μαέστρος έφερε γρήγορα την παλάμη του στο… μέτωπό του και, χαμογελώντας, ένα χαμόγελο όλο πίκρα και απογοήτευση, ψιθύρισε:

-Το πρώτο τρόπαιο, η πρώτη προειδοποίησις για τον ερχομό της φήμης…»