Ερμού

Επιφανειακά, η Ερμού ήταν ένας αθώος δρόμος γεμάτος καταστήματα, κυρίως μόδας (η σωστή έκφραση ήταν τότε: με είδη του συρμού) και πελάτισσες που πηγαινοέρχονταν όλη την ημέρα. Ακόμη και την Οθωνική περίοδο (1834-1862), τα ρεπορτάζ των εφημερίδων συνέκλιναν στην ίδια διαπίστωση: «Εις την οδόν αυτήν συνεκεντρώθησαν τα εμπορικά των ειδών της πολυτέλειας και των γυναικείων καλλωπισμών, πράγματα ελκύοντα τας κυρίας, ως τας χρυσαλίδας ή φλοξ [...]»

Όλοι οι γύρω δρόμοι και παράδρομοι, στενάκια και στοές, ήταν γεμάτα εργαστήρια στην αρχή, αργότερα μικρές βιοτεχνίες που κατασκεύαζαν καπέλα, γυναικεία φορέματα, τσάντες, ανδρικά είδη και όλα τα απαραίτητα συμπαρομαρτούντα. Έτσι η παραγωγή ήταν δίπλα στην κατανάλωση και αποφεύγονταν άσκοπες και δαπανηρές μετακινήσεις.

Ας μεταφερθούμε όμως κάποιες δεκαετίες αργότερα, στην «αμαρτωλή» περίοδο του Μεσοπολέμου (1910-1940), όταν οι γυναίκες απελευθερώθηκαν πλήρως από τις ανδρικές καταπιέσεις και τους συντηρητισμούς. Διεκδικώντας στα ίσα την απασχόλησή τους σε παραδοσιακά ανδρικά επαγγέλματα, απέκτησαν -έστω και μικρό- κατάδικό τους εισόδημα, πράγμα που διεύρυνε τις κοινωνικές τους ελευθερίες.

Προσθέστε τώρα σε όλα αυτά την απότομη ανάπτυξη μιας νέας τάξης, αυτής των Νεόπλουτων. Τάξη με ισχυρή, αριθμητικά, παρουσία και οικονομική άνεση, που αναπτύχθηκε δίπλα στην αριστοκρατική και αστική τάξη, παραδοσιακά πιο συντηρητικές και «συμμαζεμένες».  Οι Νεόπλουτοι αυτοί, κυρίως άνθρωποι της αγοράς, εκμεταλλεύτηκαν τις ελλείψεις που απέφεραν οι αδιάκοποι πόλεμοι και οι επιστρατεύσεις του παρελθόντος και, μέσω της ασύστολης κι ανεξέλεγκτης αισχροκέρδειας, πλούτισαν αλλά και κυνήγησαν με πάθος κάθε επίγεια χαρά, όπως ιδιαίτερα τον ηδονισμό.

Να προσθέσουμε τέλος ότι η προσφυγιά της Μικρασιατικής καταστροφής (1923) γέμισε την Αθήνα με κοριτσόπουλα που, όχι μόνο ήξεραν από δουλειά σε εργαστήρια αλλά ταυτόχρονα, ήταν περιώνυμα «διαβολοθήλυκα»! Η Σμύρνη εθεωρείτο η μεγάλη ξελογιάστρα της Ανατολής! Τα κορίτσια αυτά και τι δεν θα έδιναν για ν’αποκτήσουν λούσα και φορέματα, ό,τι έβλεπαν δηλαδή κάθε μέρα να προβάρουν οι πελάτισσές τους!

Όσο λοιπόν και να σου φάνηκαν ασύνδετες οι παραπάνω παράγραφοι, αγαπητέ αναγνώστη, είναι απόλυτα συνδεδεμένες, αφού παρουσιάζουν τα «υλικά» ενός απίστευτα εκρηκτικού μείγματος που θα δικαιολογήσει πλήρως, όπως θα δεις, τον τίτλο του σημειώματός μας.

Κορίτσια ανεξάρτητα και έτοιμα για όλα. Νέοι, μεσήλικες και φίφτι-του (έτσι αποκαλούσαν τους γεροντότερους) με λεφτά, αυτοκίνητο και γκαρσονιέρα… Και τέλος νεαρές ή μεσήλικες κυρίες που κυκλοφορούσαν με λεφτά στην τσάντα χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανένα. «Βιοτεχνίες» και εργαστήρια «Υψηλής Ραπτικής» που είχαν μετατραπεί σε βολικούς οίκους «ημιδιαμονής». Μα, που όλα αυτά; θα αναρωτηθεί ο ανίδεος αναγνώστης. Και η απάντησή μας: Που; Μα πού αλλού, στην αθώα την Ερμού και στους παράδρομούς της.

Ακολουθεί τώρα η απαιτούμενη τεκμηρίωση μέσα από πραγματικά περιστατικά και εξομολογήσεις… Κρατηθείτε!!!

Στ’ απόκρυφα «μοδιστράδικα»

(όπου οι κυρίες πηγαίνουν να «ντυθούν» και… γδύνονται)

Κάποια κυρά της εποχής, Κατίνα Φραντζεσκάκη.
είχ’ένα μοδιστράδικο, Ελευσινίων 2,
οπού εμάθαινε σ’αυτό καθένα μοδιστράκι
μα τέλος αποδείχθηκε διαφθοράς σχολείο.

Είχε λοιπόν συνήθεια τούτ’η κυρά Κατίνα
την κάθε της πελάτιδα, κάθε μαθήτρα φίνα
να παραδίδη στας ορμάς παντοειδών κυρίων
κι’όλο το εργοστάσιον ήταν διαφθορείον.

Εκεί το Τμήμα των Ηθών μ’έρευνες φοβερές.
έπιασε τρεις μαθήτρες της καθώς και δυο κυρές
που στο επάνω πάτωμα δεν ράβαν καμμιά φούστα τους
μα καβαλιέρους είχανε κι’εκάνανε τα γούστα τους.

Έτσι λοιπόν κι’αυτές λεφτά εβγάναν μ’ευκολία,
μα την Κατίνα πήγανε εις την Εισαγγελία,
γιατί αυτή, δασκάλα, εντέχνως παρεπλάνει
και οδηγούσε κάθε μια τα μάτια της να βγάνη.

(«Παπαρούνα», 1933)

«Ήξερα ως τα τώρα τα μοδιστράδικα τα κοινά, αυτά που διαφθείρουν τα φτωχά κορίτσια που δουλεύουν σ’αυτά, με τον κλασσικόν τρόπον των χυδαίων εκμεταλλευτών: Τους δίνουν γραμμή προκαταβολές κ’ύστερα όταν το ποσόν μαζεύεται, αρχίζουν οι πιέσεις. Και τότε παρουσιάζεται ο «προστάτης» που δέχεται να πληρώση με ορισμένα ανταλλάγματα. Κι’αυτό αρχίζει να γίνεται συνήθεια…

Το μοδιστράδικο όμως, που μου έλεγε η φίλη μου η Λόλα, πρέπει να ήταν εντελώς άλλο πράγμα…

-Εκεί γλεντά κανένας πολύ καλά. Πως; Μα παιδί μου με τα μικρούλια, μου εξήγησε. Υπάρχουν κάτι μαθήτριες μια και μια… διαλεχτές, έξοχες… Το μοδιστράδικο είνε όπως το λέμε εμείς «ψεύτικο». Σπανίως πηγαίνουν κύριοι. Πρέπει να είνε «μεγάλα παπιά» για να ’ρθουν. Το μοδιστράδικο είναι αποκλειστικά για κυρίες που το «βροντούν» …
Αυτά μου έλεγε η Λόλα για το μοδιστράδικο, όπου «έρραβε». Της κόλλησα ένα γενναίο ψέμα.

-Γράφω ένα βιβλίο, της εξομολογήθηκα, για τη ζωή της Αθήνας. Σκέπτομαι να στο αφιερώσω. Εσύ είσαι μια βασίλισσα της απόκρυφης ζωής της. Μονάχα που πρέπει να τα βλέπω όλα από κοντά. Πρέπει να με πας εκεί…

Η Λόλα μου είπε ότι θα συνεννοηθή με την διευθύντρια προτού μ’απαντήση. Νόμιζα ότι ήθελε να το αποφύγη, αλλά φαίνεται ότι η ιδέα του βιβλίου τη σκανδάλιζε. Την άλλη μέρα μου τηλεφώνησε. Μπορούσαμε να πάμε!

***

Το μοδιστράδικο βρισκόταν σε μια πάροδο της οδού Ερμού. Μια μικρούλα ως 15 χρονών, ήρθε να μας ανοίξη. Ήταν προκλητικά ντυμένη. Ένα φορεματάκι πράσινο ήταν σφικτά εφαρμοσμένο επάνω της. Ζήτημα ήταν αν φορούσε ένα πουκαμισάκι από κάτω. Εκείνο που πρόσεξα αμέσως ήταν τα στήθη της. Φαινόταν όρθια. Δεν φορούσε σουτιέν. Περνώντας μέσα, δίχως να το θέλω, το χέρι μου εσύρθηκε επάνω των. Ένοιωσα τον ζεστό παλμό τους και κατάλαβα πως από το φως τα χώριζε μόνο αυτό το κρεπ ντε σιν… Αρχίζαμε πολύ ερεθιστικά. Η μικρούλα χαμογελούσε μ’ένα χαμόγελο κάπως ξεδιάντροπο. Την έλεγαν Νίτσα. Ύστερα από λίγο η φωνούλα της κελάιδησε.

-Περάστε στο σαλόνι!

Καθώς περνούσαμε στο διάδρομο διέκρινα στο βάθος μια σκάλα. Εκεί απάνω είνε το γλέντι, μου ψιθύρισε η Λόλα. Αλλά αρχίζει από δω κάτω…

Μια κυρία ώριμη ήλθε σε λίγο να μας χαιρετίση. Ήταν σα μια διευθύντρια αυστηρού παρθεναγωγείου. Έμαθε ότι λέγομαι Ιωαννίδης ή κάτι τέτοιο και ότι είμαι φίλος της Λόλας. Μετά τις τυπικές φράσεις, ρώτησε την πελάτιδά της:

-Θέλετε πρόβα;

-Ναι, να μου στείλετε το φόρεμά μου. Και την Νίτσα με την Κλειώ…

Κάθισα στο ντιβάνι και περίμενα με πολύ περιέργεια. Η Λόλα έκοβε βόλτες. Ύστερα από λίγο μπήκαν μέσα δυο κοπέλλες. Η μια ήταν η μικρούλα που μας είχεν ανοίξη. Η άλλη ήταν η Κλειώ, μια ντελικάτη μελαχροινή, γεμάτη φωτιά… Κρατούσε ένα φόρεμα άσπρο στο χέρι, με βαρύτιμες γούνες.

-Είνε έτοιμο, κυρία Λόλα, είπε με τρεμουλιαστή φωνή. Θα το προβάρετε;

Η Λόλα της έδειξε την πόρτα. Η Νίτσα έτρεξε και κλείδωσε.

-Ήθελα, είπε, να το δω απάνω σου Κλειώ. Έχεις το ίδιο σώμα με μένα. Φόρεσέ το.

Η κοπέλλα παραξενεύτηκε.

-Εδώ; ρώτησε, κυττάζοντας στα μάτια εμένα.

-Ναι… Έλα. Ο Αντρέας είνε δικός μας. Δεν είνε ξένος. Ο Αντρέας ήμουν εγώ.

Δίχως να πη καμμιά λέξι, η κοπέλλα στάθηκε μπρος στον καθρέφτη. Η Λόλα ήλθε και ξάπλωσε μαλακά στο ντιβάνι, ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο μου. Και τότε άρχισε κάτι που δεν μπορούσα να το φαντασθώ… Η Νίτσα πλησίασε τη μεγάλη συνάδελφό της κι’άρχισε, εκεί μπροστά μας, να την γδύνη. Της έλυσε πρώτα μια κορδέλλα που ήταν στον ώμο της. Το φόρεμα γλύστρισε κι’άφησε να φανή ένας ώμος λείος και μελαχροινός και μια ωμοπλάτη υπέροχη. Στον καθρέφτη μέσα, έβλεπα ότι είχε φανή και ένα μέρος του στήθους…

Η Λόλα σφίχτηκεν επάνω μου. Ασυναίσθητα άπλωσα το χέρι μου στο στήθος της… Σιγά-σιγά η Κλειώ γδυνόταν. Η Νίτσα με τα μάγουλα κατακόκκινα, με τα μάτια λάμποντα, ετραβούσε τώρα το φόρεμα προς τα κάτω. Η Κλειώ έμεινε με την κομπιναιζόν της. Η μια της μπρετέλλα είχε γλυστρήσει στο μπράτσο της. Έπειτα η Νίτσα τράβηξε απαλά και την άλλη. Η Κλειώ έμεινε γυμνή… Μονάχα οι κάλτσες της μένανε τεντωμένες ως ψηλά στους μηρούς της. Μέσα στον καθρέφτη έβλεπα ολόκληρο το κορμί της, τα στήθη της, που παιχνίδιζαν μέσα σε ροζ σκιές… την κοιλιά της. Α! ήταν γυναίκα που άξιζε αυτή! Ποτέ δεν είχα δη τόσο τέλειο σώμα.

Ντρεπόταν να γυρίση προς το μέρος μας. Η αλήθεια είνε ότι δεν βρισκόμασταν και σε τόσο αθώα στάσι… Αυτή η θεοπάλαβη Λόλα είχε πάρη το χέρι μου και το είχε σπρώξει  γλυκά κάτω από τις μεταξωτές δίπλες του κομπιναιζόν της. Κι’έτσι, σ’αυτή τη στάση, παρακολουθούσε το ξεγύμνωμα της Κλειώς.

-Για πλησίασε Κλειώ… της είπε ύστερ’από λίγο η φίλη μου.

Με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα, μ’ένα χαμόγελο στενοχωρημένο στο μελαχροινό της πρόσωπο, η κοπέλλα πλησίασε.

-Έχεις άραγε το ίδιο ακριβώς σώμα με μένα; Πως θα δοκιμάσης το φόρεμά μου αν δεν το ξαίρω; Έλα καλέ, πλησίασε!...

Η Κλειώ, σαν να έπαιρνε κάποια ξαφνική απόφασι που τη συλλογιζόταν από ώρα, ήλθε απότομα κοντά μας… Και τότε, εκεί, μπροστά στα μάτια μου, άρχισαν τα χάδια…

-Θέλω να πεισθώ αν έχης όμοιο κορμί με μένα… έλεγε τρέμοντας η Λόλα. Και τα χέρια της έτρεχαν επάνω στο κορμί της μελαχροινής κοπέλλας…

Η Κλειώ σιγά-σιγά έπαιρνε θάρρος… Σε μια στιγμή, είδα τα χείλη τους να σμίγουν και άκουσα τρυφερά λόγια να γλυστρούν στη σιωπή, βελουδένια…

-Είμαστε όμοιες… δεν είμαστε; ρωτούσε η Λόλα…

Η Κλειώ κουνούσε σιωπώντας το κεφάλι της. Τα μαλλιά τους μπερδευόταν…

Ήταν μια πρωτοφανής σκηνή αυτή, εγώ, ένας άντρας, να παρακολουθώ από τόσο κοντά το θέαμα αυτό. Και πλάι εκεί ήταν η Νίτσα, η μικρούλα που μας άνοιξε, που καθόταν ολοκόκκινη από ντροπή και διέγερσι και κοίταζε κάπως σαστισμένη…

Σε λίγο άκουσα τη Λόλα να λέη:

-Είμαστε ίδιες; Τι λες; Έλα εδώ Νίτσα να δης και συ…

Η μικρούλα είχε πλησιάση. Οι δυο γυναίκες άρπαξαν τα χέρια της και… την έβαλαν στη μέση! Η Νίτσα άφινε να γίνη, ό,τι έπρεπε να γίνη…

Μετά από λίγο η Λόλα γδύθηκε τελείως, κι’ύστερα μαζί με την Κλειώ αγκαλιασμένες τράβηξαν προς μια διπλανή πόρτα και χάθηκαν…

Το άσπρο φόρεμα με τις βαρύτιμες γούνες, το πρόσχημα για όλη αυτή τη σκηνή, περίμενε ξαπλωμένο προσεκτικά επάνω σε μια καρέκλα. Είπα της μικρούλας που είχε μείνη μόνη μαζύ μου:

-Που πάνε; Κι’έδειξα προς την πόρτα απ’όπου είχαν εξαφανισθή.

-Επάνω, μου είπε η Νίτσα και κοκκίνησε. Ίσως φωνάξουν και άλλες…

-Και άλλες;

-Ναι. Μαθήτριες…

-Μα είνε όλες… Δηλαδή κάνουν όλες έτσι;

Η μικρούλα κούνησε το κεφάλι της.

-Και συ;

Δεν απάντησε. Μου εξήγησε όμως αντί ν’απαντήση…

-Στ’άλλα μοδιστράδικα πληρώνουν λίγα… 12, 15, 20 δραχμές… Οι πολύ-πολύ καλές παίρνουν πενήντα… Εδώ παίρνουμε όλες περισσότερο από 100 δραχμές… Η Κλειώ παίρνει 200…Όταν ήρθα, δεν ήξαιρα ακόμη. Με πήρε η Κλειώ κατά μέρος και μου είπε πως… έπρεπε ναφίσω τις κυρίες λιγάκι να με χαϊδεύουνε… Δεν ήταν κακό αυτό φυσικά… Κυρίες ήταν μια φορά… Δεν ήταν άντρες!

-Άντρες δεν έρχονται εδώ;

-Λίγοι. Μα σ’αυτούς πάνε οι τυχερές… Αυτοί κάνουν πολλά δώρα… Εμένα όμως δε μαφίνουν.

-Γιατί;

-Δεν είμαι ακόμα μεγάλη. Πρέπει να γίνω 22 χρονών… Να είμαι ενήλικη… Όμως κι’έτσι… είνε καλά εδώ… Έχει κυρίες που ζητούν μόνο εμένα. Να, μια δεσποινίς, η… ζητάει μονάχα εμένα.. Πάμε μαζύ επάνω…

-Απάνω τι γίνεται…

-Υπάρχουν ωραία σαλόνια… και…

Εκείνη τη στιγμή η πόρτα απ’όπου είχεν φύγη η Κλειώ με τη Λόλα, μισάνοιξε…

-Νίτσα! Ακούσθηκε μια φωνή. Δώσε μας το άσπρο το φόρεμα…

***

Πέρασαν πέντε λεπτά… Ύστερα η Κλειώ, όμορφη όσο δεν μπορεί κανείς να φαντασθή, εμφανίσθηκε μέσα στην άσπρη τουαλέττα… Τα μάτια της έλαμπαν, η φυσιογνωμία
της ήταν γλυκά κουρασμένη, το βάδισμά της μαλακό…

-Είδες τι όμορφο φόρεμα; Με ρώτησε η Λόλα.

-Θαυμάσιο…

-Να μου το στείλετε, είπε στη Νίτσα. Φώναξε την κ.Αιμιλία.

Η κ.Αιμιλία ήταν η διευθύντρια του ψεύτικου μοδιστράδικου…

-Να στείλετε το λογαριασμό μου στον Πέτρο.

Πέτρος είνε ο ερωμένος της Λόλας. Ένας βιομήχανος. Μαδιέται από την ερωμένη του γενναία…

Η κ.Αιμιλία ψιθύρισε:

-Είνε και τα έξοδα της πρόβας… 500 δραχμές!

-Καλά, καλά… είπε η Λόλα. Βάλτε τα στο λογαριασμό. Ο Πέτρος θα τα πληρώση όλα μαζύ…

Κατεβήκαμε στο δρόμο. Έκανα να φωνάξω ένα ταξί.

-Όχι… όχι, είπε η Λόλα. Πάμε ως εδώ στον κοσμηματοπώλη μου. Θα παραγγείλω ένα βραχιόλι για την Κλειώ.

Το βραχιόλι εστοίχιζε 700 δραχμές…»

(Ρεπορτάζ: «Πειρασμός», 1922)

 

Η «στρατολόγηση» γίνεται πάντα στις 5 το απόγευμα!

Όλοι οι «γνωστοί και μη εξαιρετέοι» μπερμπάντηδες της αμαρτωλής Παλιάς Αθήνας μαζευόντουσαν στις 5 το απόγευμα στην Ερμού και στα πέριξ, περιμένοντας τις μοδιστρούλες, τις καπελούδες, τις κορδελιάστρες και όλα τα άλλα εργαζόμενα κορίτσια να σχολάσουν. Μπορείτε να φανταστείτε το τι επακολουθούσε… Τα αρχεία του τμήματος Ηθών της Αστυνομίας είναι γεμάτα από τέτοιες ιστορίες:

«… Ιδού λοιπόν πως λειτουργεί η «στρατολόγηση»: Εις την οδόν Ερμού και τας παρόδους της, τις εσπερινές ώρες, όπου από τα μοδιστράδικα βγαίνουν τιτιβίζοντας με γέλοια και χάχανα, με την πηγαία χαρά της νεανικής ζωής, φτωχά κορίτσια, με ξέθωρα φορέματα, μανταρισμένες κάλτσες και ραγισμένα παπούτσια, αμαρτωλοί άνθρωποι έχουν στήσει τις ενέδρες των.

Τα θύματά τους προχωρούν ανύποπτα, όταν αυτοί, στην αρχή σεμνά, κατόπιν ξετσίπωτα, κάνουν τις σκανδαλιστικές προτάσεις των.

-Την καϋμένη, οι κάλτσες της τρύπησαν.

Η μικρούλα αλαφιάζεται από την παρατήρησι. Την τρώει μέσα στην καρδιά της το σαράκι του λούσου, θέλει να έχη βαρύτιμα κομψά φορέματα, μεταξωτές κάλτσες στα γραμμένα της πόδια, μπιζού στα χιλιοτρυπημένα από το βελόνι δακτυλάκια της. Ποθεί ακριβές μυρουδιές, ν’αναμίξη στο άρωμα του νεανικού της στήθους. Η παρατήρησις του αγνώστου της πειράζει τα νεύρα, μα και την μελαγχολεί. Κυττάζει την φτωχική σιλουέττα της, και θ’απαντήση με τόνο ελαφρού καπρίτσιου.

-Δεν τις δίνεις στην γυναίκα σου.

Αυτή η φράσις, που λέγεται με πρόθεσι, να προσβάλη τον ενοχλητικό κύριο και να τον κάμη να πάρη τα βρεγμένα του, γίνεται και η αφορμή ν’αρχίση ένα μακρό κουβεντολόγημα.

-Στην γυναίκα μου; Μα δεν έχω. Σας θα μπορούσα να έχω γυναικούλα μου. Να της φέρνω μεταξωτά φορέματα, δακτυλίδια, σκουλαρίκια.

Η μικρή μοδιστρούλα ανθίσταται ακόμη.

-Τον κακό σου τον καιρό!

Μα εκείνος επιμένει. Γνωρίζει ότι η γυναίκα πάντοτε αρνείται και πάντοτε υποχωρεί! Εξακολουθεί λοιπόν την κύκλωσί του, την πολεμική του. Και, με τόνον φιλοσοφικόν, προσθέτει:

-Κουτή… έτσι ζη ο κόσμος σήμερα;

Η μικρούλα θέλει ν’αποφύγη όλα αυτά. Η γοητευτική όμως οπτασία της κομψής κυρίας που περνάει δίπλα της, ζωντανό θαύμα μετάξης, γουναρικών, σκέρτσου και ωμορφιάς, την κρατεί αιχμάλωτη. Ο οραματισμός μιας τρυφερής, ξέγνοιαστης ζωής, είνε πολύ δυνατός. Από την άλλη σκέπτεται την φτώχεια του σπητιού της, την δυστυχισμένη μάννα της, τον γκρινιάρη πατέρα της, τον τεμπέλη αδελφό της. Χειροπιαστή αθλιότης! Παραδέρνει στις σκέψεις της, τα βλέπει εμπρός της όλα ρόδινα, πίσω όλα αηδία.

-Ουφ! με στενοχώρησες, καϋμένε! Είναι η αρχή της υποχωρήσεως. Εκείνος είναι συνήθως πληροφορημένος για τα συμβαίνοντα του σπητιού της.

-Ξέρω• τα μεροδούλια σου τα δίνεις όλα στο σπήτι. Ο αδερφός σου ζητάει διαρκώς λεφτά. Ο πατέρας σου δέρνει την μητέρα σου.

-Που το ξέρεις;…

-Χρυσή μου! Ενδιαφέρομαι από καιρό για σένα. Σε παρακολουθούσα καιρό τώρα. Μα ντρεπόμουν να σου το ειπώ. Σήμερα τ’απεφάσισα να σου μιλήσω. Μη με κάνεις δυστυχή.

-Και τι ευρήκες από μένα να σ’αρέσω;

-Τι ευρήκα; Είσαι ένας θησαυρός. Μια ωμορφιά, που θα την θαυμάζουν όλοι στον… αριστοκρατικό μου κύκλο.

Και η μικρή, αφού ειπή, ειπή, για να υποχωρή σε κάθε της φράσι, εις το τέλος θα έχει πεισθή. Αν δεν πεισθή με την πρώτη επίθεσι, θα πεισθή στην δεύτερη, στην τρίτη, στην τέταρτη, στην πέμπτη. Εκείνος ξέρει καλά την δουλειά του.

***

Και ένα βράδυ, θα τον ακολουθήση. Ύστερα από λόγια ερωτικά, από υποσχέσεις, από φαγοπότι που θα εξάψη την φαντασία, επάνω σε άθλια στρωμνή εξοχικού κέντρου ή σε παχύ ντιβάνι γκασονιέρας, θα παραδώση λάγνα και ανέμυαλα ό,τι έχει πολύτιμο. Ό,τι ήταν η μοναδική της προίκα από την δημιουργία της φύσεως.

Συνήθως, ο ίδιος αυτός νέος γίνεται ο προαγωγός της. Πολλές φορές όμως θα παραδοθή, χωρίς να το καταλάβη πώς, σ’έναν άλλον κύριο κομψότερο, που τινάζει τα πεντακοσάρικα σαν κομφετί επάνω της, και που τάχα τυχαίως ευρέθηκε στο μέρος εκείνο. Τα αψιά κρασιά, το λιπαρό φαγί, κάποια τραγούδια παθιασμένα από βιολιά και σαντούρια προχείρου κουαρτέτου του κέντρου, θα την έχουν λιγώσει, μεθύσει. Τι εκείνος που εγνώρισε αρχικώς, τι ο άλλος, ο φίλος του, που βρέθηκε τυχαίως;

-Γκαρσόν! Φέρε κι’άλλο κρασί. Και όταν εκείνο τσακίζεται να εκτελέση την παραγγελία και φεύγει:

-Τι ζέστη σήμερα, θεούλη μου. Έλα χρυσέ μου κοντά μου.

Το πνεύμα της μυθικής Βακχίδος, ένστικτο στο αίμα κάθε γυναίκας, ζη τώρα παράφορο. Ευρίσκεται στις μεγάλες στιγμές της σαρκικής αμαρτίας. Είναι αδύνατον πια να σκεφθή. Και παραδίδεται στον ωκεανό του πάθους, που ξύπνησε ορμητικό και των οραμάτων μιας ευχαριστημένης ζωής μελλοντικής…

Εις το τμήμα ηθών, όχι με λίγη κατάπληξι, εμάθαμε χθες, ότι το μεγαλείτερο ποσοστό του εκμαυλισμού το έχει η γεροντική ηλικία. Ακριβώς αυτοί οι περασμένης ηλικίας, που βλέπουν την ζωή να τους φεύγη γοργά προς τον τάφο, αγωνίζονται λυσσαλέα να την κάμουν ηδονική, τώρα εις το φινάλε του ρόλου των επάνω στην επίγεια κωμωδία.

Τα κορίτσια ακολουθούν ευκολώτερα.

-Ένας γέρος! Μπορώ να τον κοροϊδέψω. Λένε μεταξύ τους.

Και εν τούτοις. Με την ιδέα ότι είναι «πυρεία ακίνδυνα», η καταστροφή τους έρχεται συντομώτερα.

-Γιατί ακολούθησες ένα γέρο τέτοιας ηλικίας; Χάθηκαν οι νέοι;

Ρώτησε ο ανακριτής μια μικρούλα στο Τμήμα. Και εκείνη απήντησε με αφέλεια:

-Δεν φανταζόμουν πως θα μπορούσε να… »
 

(Σχετικό ρεπορτάζ του Ε. Θωμόπουλου δημοσιεύτηκε το 1929 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»)