Η πλατεία Ομονοίας στην Βelle Époque

Η μεγαλύτερη κίνηση στην Ομόνοια εστιάζεται πλέον στη βόρεια πλευρά της πλατείας, γωνία με Γ΄ Σεπτεμβρίου, όπου βρίσκονται τα καφενεία του "Ζούνη" και του "Χαραμή" (αργότερα θα προστεθεί ο «Καπερώνης» και ο «Ζαχαράτος»). Μια άτυπη «πύλη» διερχομένων δημιουργήθηκε εδώ. Πολλοί κατευθύνονταν στην κοντινή πλατεία Λαυρίου (που άκουγε και στο όνομα πλατεία Σιδηροδρόμου) για να ανέβουν με το «Θηρίο» στην Κηφισιά ή για να πιουν μια μπίρα σ’ ένα από τα ζυθοπωλεία της περιοχής. Άλλοι χρησιμοποιούσαν τις διάφορες γραμμές του ιπποτροχιόδρομου, που είχαν την αφετηρία τους εδώ. Το 1908 λειτούργησε και το ηλεκτροκίνητο τραμ στη γραμμή Ομόνοια-Σταθμός Λαρίσης. Έτσι ο συγκοινωνιακός κόμβος «Ομόνοια» έδωσε τη δική του μερίδα στην κίνηση της πλατείας. Σε κάθε περίπτωση, η «γωνία» μεταβλήθηκε σταδιακά σε «παρατηρητήριο» και το κοσμικό κουτσομπολιό προστέθηκε στο πολιτικό! 

Η Ομόνοια χάνει από το Σύνταγμα την μάχη της έδρας των μεγάλων και πολυτελών ξενοδοχείων που αναπτύσσονται κοντά στα ανάκτορα και στη Σταδίου. Γύρω από την Ομόνοια υπάρχει μεγάλος αριθμός καταλυμάτων κατώτερης τάξεως και είναι σαφές, από τα ονόματά τους, όπως «Μακεδονία», «Εύβοια», «Καλάμαι», «Ελλάς», ότι φιλοξενούν συντοπίτες που καταφθάνουν από την επαρχία στο σιδηροδρομικό σταθμό Πελοποννήσου και Λάρισας. «Η καθαριότης των ξενοδοχείων αυτών ήταν στοιχειώδης και επιφανειακή. Η μεγάλη λειψυδρία που εμάστιζε τότε την Αθήνα, εδημιουργούσε μια κακή κατάστασι στα ιδρύματα αυτά, που έπρεπε να ήταν υποδειγματικά, αφού αποτελούσαν τη βιτρίνα του πολιτισμού μας. Τα χονδροειδή σανιδένια πατώματα δεν ήταν εύκολο να σφουγγαρίζωνται τακτικά, γιατί και κόπο πολύ ήθελαν και νερό πολύ, το οποίο οι καμαριέρηδες αντλούσαν από τα πηγάδια. Οι λεκάνες των αποχωρητηρίων ήταν συχνά γεμάτες. Το ένα ή δύο μπάνια που ευρίσκοντο σε κάθε όροφο, πεπαλαιωμένα και κακοπλυμένα, έμεναν και αυτά σχεδόν αχρησιμοποίητα.

»Βρύσες δεν υπήρχαν στα δωμάτια. Μια λεκάνη και μια κανάτα από πορσελάνη ευρίσκοντο επάνω σ’ ένα νιπτήρα, ο οποίος ήταν σκεπασμένος με μαρμάρινη πλάκα. Δίπλα στο νιπτήρα, στο πάτωμα, μια άλλη μακρουλή κανάτα εμαγιέ, το μπροκ, ήταν γεμάτη νερό για ρεζέρβα.  Ο πελάτης εσαπουνίζετο μέσα στο ίδιο νερό της λεκάνης και ύστερα εξέπλενε της σαπουνάδες με το ένα χέρι, γιατί με το άλλο εκρατούσε τη βαρειά κανάτα. Όταν το νερό της κανάτας ετελείωνε, για να τη γεμίση πάλι ο πελάτης, με κλειστά τα μάτια από τις σαπουνάδες, έψαχνε ψηλαφητά για να εύρη το μπροκ. Κάποτε η κανάτα εγλυστρούσε από το χέρι του πελάτη και έπεφτε, σπάζοντας λεκάνες και μάρμαρα. Γι’ αυτό, σπανίως έβλεπε κανείς στα ξενοδοχεία, ακέραια αυτά τα δοχεία και αυτά τα έπιπλα». (Α. Βερβενιώτη, Η Αθήνα του 1900, σ. 47 κ.ε.)

Πολλά από τα μικρά αυτά ξενοδοχεία  μπαίνουν στον πειρασμό να διευρύνουν την πελατεία τους προσφέροντας υπηρεσίες ημιδιαμονής, όπως κομψά έχουν διατυπώσει οι ξενοδόχοι την προσφορά στέγης στα «άτακτα ζευγαράκια». («Ικανοί ξενώνες εν οις παρέχεται οίνος, ζύθος και τροφή, κατά προτίμησιν δε πατσάς, μένοντες ανοικτοί προς χάριν αυτού καθ’ όλην την νύκταν, εισάγοντες δε μετά επιτυχίας το σύστημα των ιδιαιτέρων δωματίων, καλούσιν αυτόν εις παννυχίους ευωχίας…») .

Λαμπρόν Ξενοδοχείον πλησίον των Χαυτείων:

Στη «Θράκη» φτήνια όρεξις και χίλια δυο καλά
μα έχει κι’ ιδιαίτερα δωμάτια ωραία
που δίχως μια ενόχλησι και χρήματα πολλά
διασκεδάζει σαν θεός η καθεμιά παρέα
χουζούρι, περιποίησις, πολλή καθαριότης
και φαγητά εξαίρετα και ρετσινάτο πρώτης  

Βεβαίως θα ήμασταν άδικοι αν δεν αναφέραμε τα δυο μεγάλα  ξενοδοχεία της πλατείας: «Μέγας Αλέξανδρος» και «Μπάγκειον». Ο γαλλικός τουριστικός οδηγός Guide Joanne τα προτείνει στους ξένους επισκέπτες των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 ως πιο φτηνά –ο οδηγός διευκρινίζει διακριτικά ότι “έχουν συνήθως ελληνική πελατεία” . Έτσι αναφέρονται και σ’ έναν ξένο τουριστικό οδηγό τα δύο μεγάλα ξενοδοχεία της Ομονοίας: το «Μέγας Αλέξανδρος» (το δωμάτιο 4 δραχμές, γεύμα 3,50 δραχμές, με κρασί 4 δραχμές) και το «Μπάγκειον» (το δωμάτιο 8-10 δραχμές, μπάνιο, ηλεκτρικό)

Και για να έχετε πλήρη ξενάγηση, σας ψιθυρίζουμε τα εξής πονηρά:

Το 1896 λειτουργούσε στην Αθήνα, μεταξύ των άλλων, και ένα ονομαστό κακόφημο καφέ-σαντάν. Το καφέ-σαντάν «Μπάγκειον» στην Ομόνοια! Λειτουργούσε σε ένα υπόγειο του μεγάρου του Μπάγκα, εξ ου και η ονομασία του. Εδώ, οι «άτακτοι» Αθηναίοι και όχι μόνο, απολάμβαναν τις «μαδημένες αηδόνες». Το υπόγειο ήταν στρωμένο με χρωματιστές πλάκες και μια μεγάλη αίθουσα, στο βάθος της οποίας υπήρχε ένα ικρίωμα για τις τραγουδίστριες, με ένα κλειδοκύμβαλο (πιάνο) που συνόδευε τους τρεις «οργανοκρούστες».

Δίπλα στη μεγάλη αίθουσα υπήρχε μια μικρότερη με ξεθωριασμένες φωτογραφίες και καθρέφτες και φυσικά... πονηρά, σανιδόφρακτα «διαμερίσματα».  Δυο-τρεις χοντρές γριές, οι «μαμάδες», λειτουργούσαν ως κινητά ταμεία και ιματοφυλάκια των «θυγατέρων».

Οι «μαδημένες αηδόνες» ήταν τέσσερις αδελφές από την Ιταλία οι οποίες, μαζί με κάποιες άλλες ξένες, αποτελούσαν τη μόστρα του μαγαζιού. Πηγαινοέρχονταν στην αίθουσα τραγουδώντας και πίνοντας κονιάκ ή μπίρα... Φιλούσαν προκλητικά η μία την άλλη και φρόντιζαν ώστε η «κίνηση» να μεταφέρεται από τη μεγάλη αίθουσα στη μικρή!

Ο «Ραμπαγάς» θα γράψει γι’ αυτές το εξής ειρωνικό σχόλιο: «Καλόν είναι το σύστημα των αδουσών γυναικών εις τα καφεία μας, αφού μάλιστα δεν έχει πώς αλλέως να διασκεδάση ο κόσμος, αλλά χρειάζεται προσοχή περί την εκλογήν αυτών, διά να μη προσλαμβάνωνται ως αοιδοί, κάτι Γοργόναις όπου τρέπουν εις φυγήν με τα μούτρα των και ωρύονται εις τρόπον, ώστε να διαταράττουν την κοινήν ησυχίαν και να δίδουν το δικαίωμα εις την Αστυνομίαν ν’ αμολήση καμμιά ώρα κατεπάνω τους τον μπόγια των σκυλιών με την απόχη του».

Δύο από τις κοπέλες του «Μπαγκείου» έγραψαν με τον τρόπο τους «ιστορία»: η εύσωμη, σαρκώδης και βωμολόχος Φαουστίνα και η μικροκαμωμένη Σουζάν. Προφανώς για τα λάγνα μάτια κάποιου λιμοκοντόρου, ένα βράδυ η Σουζάν μαχαίρωσε τη Φαουστίνα. Ο χώρος καθαγιάστηκε το 1920, όταν στη θέση του καφέ-σαντάν λειτούργησε πρώτα ζαχαροπλαστείο και λουκουματζίδικο και λίγο αργότερα ένα από τα σημαντικότερα φιλολογικά στέκια-καφενεία της Αθήνας.

Ένα πολύ σημαντικό γεγονός που άλλαξε, όχι μόνο το μεταφορικό σκηνικό της Αθήνας την περίοδο που διανύουμε και την επόμενη, αλλά και σφράγισε την εικόνα της Ομόνοιας μέχρι σήμερα, έγινε το 1895. Τη χρονιά εκείνη επεκτείνεται ο σιδηρόδρομος Αθηνών-Πειραιώς από το Θησείο (αφετηρία μέχρι τότε προς Πειραιά) στο Μοναστηράκι και διαμορφώνεται υπόγεια σήραγγα που θα φτάσει σιγά-σιγά μέχρι σ’έναν πρόχειρο σταθμό, στη Λυκούργου, κοντά στην Ομόνοια. Αργότερα δε στην ίδια την πλατεία!  Το 1904, ηλεκτροδοτείται όλη η γραμμή –που εντωμεταξύ είχε γίνει διπλή– και ο ατμοκίνητος σιδηρόδρομος γίνεται πλέον ο «ηλεκτρικός» που ξέρουμε. Για την πλήρη εικόνα του αναγνώστη, να σημειώσουμε ότι το 1926 έφτασε ο ηλεκτρικός στο σταθμό Αττικής και το 1957 στην Κηφισιά. Τα έργα στον υπόγειο σταθμό της Ομόνοιας ολοκληρώθηκαν το 1930.

Η κατασκευή της υπόγειας σήραγγας Μοναστηράκι-Ομόνοια ήταν για τους Αθηναίους ένα θέαμα πρώτης γραμμής. Καθημερινά συνέρρεαν κατά εκατοντάδες στο Μοναστηράκι και την Αθηνάς, που είχαν μεταβληθεί σ’ ένα απέραντο χαντάκι και παρακολουθούσαν κάθε λεπτομέρεια, σχολιάζοντας και υποδεικνύοντας! Όταν τελείωσε το έργο, υπήρξε μεγάλο μούδιασμα στη χρησιμοποίηση του τρένου μέχρι την Ομόνοια και οι μαρτυρίες της εποχής περιγράφουν τα σταυροκοπήματα που έπεφταν στο Μοναστηράκι, προτού τα βαγόνια χαθούν στη σκοτεινή διαδρομή.

Πρόβλημα άρχισαν να έχουν και τα μαγαζιά της Αθηνάς. Ο κόσμος, ξέροντας ότι ο δρόμος από κάτω είχε σκαφτεί κι άρα ήταν «κούφιος», τον απέφευγε συστηματικά. Ευτυχώς, η κυβέρνηση είχε τη φαεινή ιδέα για να διασκεδάσει τους φόβους του κόσμου, να βάλει μία ολόκληρη πυροβολαρχία με πλήρη εξοπλισμό να ανεβοκατεβαίνει την Αθηνάς με πολλά τζα-ρα-μπαμ-μπαμ και θούρια, ώστε όλοι να πειστούν ότι δεν κινδυνεύουν. Σταδιακά η εμπιστοσύνη αποκαταστάθηκε…

Ακολουθεί ο Μεσοπόλεμος.