Η πλατεία Ομονοίας τα χρόνια του Όθωνα

Βρισκόμαστε στο 1834. Το ελληνικό κράτος και μαζί του η Αθήνα μας, κάνουν τα πρώτα δειλά βήματα μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Δεν υπάρχει τίποτε στην ερημική περιοχή που αποκαλούσαν τότε «Τζηρίτη» και που σήμερα ονομάζουμε Ομόνοια. Ίσως κάποια σκόρπια δένδρα που έδιναν λίγη σκιά, αλλά πουθενά ίχνος ανθρώπου.

Και πώς να υπάρχει, όταν τα βόρεια σύνορα της πόλης, η «Βορεία Άκρα» όπως την αποκαλούσαν, ήταν η σημερινή πλατεία Κοτζιά όπου το γνωστό μας δημαρχιακό μέγαρο. Οι Αθηναίοι δεν θ’αργούσαν να ονομάσουν την πλατεία αυτή «πλατεία Λουδοβίκου», για να τιμήσουν τον πατέρα του Όθωνα. Φυσικά, σαν βόρειο σύνορο της πόλης με την τουρκική απειλή πάντα από τον βορρά, φιλοξένησε και το στρατώνα του πυροβολικού με τα 12 κανονάκια του! Οι Αθηναίοι συνήθιζαν στους κυριακάτικους περιπάτους τους να φτάνουν μέχρι εκεί, για να περιεργαστούν από μακριά, περίεργοι όπως ήταν πάντα, τα περίφημα αυτά 12 κανονάκια.

Η συνέχιση της βόλτας προς την αφιλόξενη περιοχή Τζηρίτη, μάλλον αντενδεικνύετο, διότι το να διασχίσεις τη Σταδίου ήταν μια επικίνδυνη περιπέτεια! Μη γελάτε: Η σημερινή Σταδίου σ’ όλο της το μήκος ήταν τότε μια ρεματιά, με βάθος 3 μέτρα και ελάχιστα πρόχειρα γεφύρια που ταλαντευόντουσαν σε κάθε σου βήμα. Οι Αθηναίοι, που τρελαινόντουσαν να δίνουν παρατσούκλια, ονόμαζαν με υπονοούμενα την ρεματιά… «χεζοπόταμο»!

Ο Μπάμπης Άννινος μας δίνει την εξής εικόνα του 1851: «Η λαμπρά αυτή, κυριωτάτη και πολυσύχναστη οδός των σημερινών Αθηνών, ήτο τότε κατά γράμμα αδιάβατος, καθότι εις το μέσον του πλάτους και καθ’ όλον αυτής το μήκος εξετείνετο φάραγξ αρχομένη από της θέσεως ένθα κείται νυν η πλατεία της Ομονοίας και απολήγουσα περίπου εις το έτερον άκρον παρά την πλατείαν του Συντάγματος, έχουσα δε βάθη περί το μέσον τριών μέτρων. Η διάβασις από της μίας πλευράς της οδού εις την άλλην εγίνετο διά προχείρων γεφυρών, ξυλίνων και σαθρών, τοποθετημένων κατ’ αποστάσεις, αλλ’ εν ώρα νυκτός, ένεκα του ατελεστάτου φωτισμού (διά τινών αραιών φανών ελαίου) δεν ήτο πάντοτε ασφαλής».

Μετά το 1840, η περιοχή Τζηρίτη θα ονομασθεί «πλατεία Όθωνος» για να βαπτισθεί τελεσίδικα «πλατεία Ομονοίας» το 1862. Τον δρόμο για τους Αθηναίους προς την περιοχή, άνοιξε ο «Χάφτας» με το πρώτο εξοχικό, παραδοσιακό καφενείο της πόλης, διαγωνίως απέναντι από το σημερινό πολυκατάστημα του Λαμπρόπουλου.

Εκεί, λοιπόν, έστησε μέσα στα πεύκα(!) ο μπάρμπα-Γιάννης Χάφτας την ξύλινη παράγκα του και τη λειτουργούσε ως εξοχικό καφενείο. Σερβίριζε καφέ, γλυκό, λεμονάδα και πολύ αργότερα παγωτό. Ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες ήταν τόπος εκδρομής-εξόδου για τους Αθηναίους, που απολάμβαναν το νερό και τη δροσιά των πεύκων. Η έξοδος στα εξοχικά καφενεία ήταν οικογενειακή και αυτά τα μαγαζιά ήταν τα πρώτα που άνοιξαν τις πόρτες τους για τις γυναίκες. Δικαίως λοιπόν θεωρούνται προπομπός των καφέ-ζαχαροπλαστείων.

Ο Χάφτας δεν ήταν όποιος κι όποιος. Ήταν αγωνιστής της Επανάστασης. Η πατρίς, ευγνωμονούσα, του δώρισε, όπως συνηθιζόταν άλλωστε, αρκετά οικόπεδα στην αδιαμόρφωτη τότε περιοχή που πήρε τελικά το όνομά του: Χαφτεία (Χαυτεία).

Αρκετά χρόνια αργότερα άνοιξε, σχεδόν δίπλα του, το «Καφενείο των Γερόντων» ή «Ευ Φρονούντων». Έτσι άρχισε να μορφοποιείται και να ζωντανεύει σιγά-σιγά η πολύβουη, σήμερα, Ομόνοια.

Το «Καφενείο των Γερόντων» βρισκόταν γωνία Πατησίων και Πανεπιστημίου και υπήρξε το καταφύγιο των ηλικιωμένων «αδολεσχών» (λόγια έκφραση για τους φλύαρους). Το δεύτερο όνομα που του δόθηκε αργότερα, στηριζόταν στο πασίγνωστο πια στιχάκι του Γ. Σουρή, που δημοσιεύτηκε το 1883 στον Ρωμηό: 

«Καφενείο ευ φρονούντων
Μέρα νύκτα συζητούντων...»

Πράγματι, υπήρξε σπουδαίο κέντρο πολιτικολογίας. Οι φωνές των θαμώνων του σκεπάζονταν μόνο από τους «υπηρετούντας νεανίσκους κραυγάζοντας με όλην την δύναμιν των φωνητικών των οργάνων τον γιαβάσικον ή τον βαρύν γλυκόν».

Στο καφενείο αυτό γεννήθηκε και το γνωστό παρατσούκλι της χώρας μας: το «Ψωροκώσταινα». Η κυρά-Κώσταινα ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Χήρα από το Ναύπλιο, μορφή σκελετωμένη, γυρνούσε στα Χαφτεία κάνοντας θελήματα για να φτωχοζεί, αφού η περηφάνια της δεν της επέτρεπε να ζητιανεύει. Κάποιος θαμώνας, βλέποντάς τη μια ημέρα, είχε την έμπνευση να την παρομοιάσει με την «αεί παλαίουσα Ελλάδα»...

Οι παθιασμένοι πελάτες του ευτύχησαν  να το δουν να λειτουργεί ακόμη και στην περίοδο της Belle Époque (1880-1910). Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου (1910-1940), στην ίδια θέση θα βρούμε το ζαχαροπλαστείο του Μπερνίτσα.

Κλείνοντας την πρώτη αυτή περίοδο της ιστορίας της Παλιάς Αθήνας, να μην ξεχάσουμε ότι κίνηση είχε ακόμη κι ένα ανώνυμο καφενείο στο Μέγαρο Σαρόγλου, στη γωνία Αθηνάς και Πλατείας Όθωνος. Το καφενείο αυτό έμελλε να δοξαστεί, αφού από εκεί ο Επ. Δεληγιώργης κήρυξε την κατάργηση της βασιλείας του Όθωνα στις 11 Οκτωβρίου 1862.

Αυτή ήταν η εικόνα της Πλατείας Όθωνος (μετέπειτα Ομονοίας) μέχρι το 1862. Περνάμε τώρα στην Ρομαντική Εποχή (1862-1880).